ἀλλόγνωτος

ἀλλόγνωτος
ἀλλό-γνωτος: known to others, i. e. foreign, Od. 2.366†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλλόγνωτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλόγνωτον — ἀλλόγνωτος masc/fem acc sg ἀλλόγνωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλογνώτων — ἀλλόγνωτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλογνώτῳ — ἀλλόγνωτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλόγνωτα — ἀλλόγνωτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλόγνωτοι — ἀλλόγνωτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλογνώς — ἀλλογνὼς ( ώτος), ο, η (Α) ο αλλόγνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γνὼς < θ. γνω του ρ. γιγνώσκω] …   Dictionary of Greek

  • αυτόγνωτος — αὐτόγνωτος, ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”